Μια εμπειρία που ξεπερνά τον τρόμο
Όπως όλα τα έργα που φέρουν το status ενός cult έργου, έτσι και το Amnesia (αλλά και η σειρά Penumbra) είναι, τρόπον τινά, ένα τελετουργικό μύησης. Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι το κάλεσμα στην ωρίμανση. Όποιος δε, έχει καταφέρει να τελειώσει τους τίτλους της Frictional περνά από μία αντίστοιχη μεταμόρφωση. Μία μεταμόρφωση που αυτομάτως υποβαθμίζει κάθε άλλον τίτλο τρόμου.
Ο γράφων δεν είναι ιδιαίτερος θιασώτης της κατηγορίας είναι όμως λάτρης των adventure. Κάπως έτσι ξεκίνησε και η τριβή του με τους τίτλους της Frictional. Όταν δε, πληροφορήθηκε από τον λατρευτό αρχισυντάκτη πως ο review κώδικας του Amnesia: A Machine For Pigs ήταν στα χέρια του Authority, η απόκρισή του ήταν άμεση. Σαν σε μια ταινία τρόμου όπου ο άπειρος πρωταγωνιστής βρίσκεται στους ιστούς της μοίρας και η θέλησή του καθορίζεται από τις περιστάσεις και από μία δύναμη ανώτερη από αυτόν. Εκείνη της σεναριακής οικονομίας. Γιατί κάπως πρέπει να βγει μια ιστορία από όλο αυτό. Αυτή όμως δεν θα είναι μία τυπική ιστορία σαν εκείνη του πρώτου Amnesia ή -θεός φυλάξοι- του Black Plague. Ίσως βέβαια και να ήταν τυπική ιστορία αν κάποιος είχε κινηματογραφήσει τον γράφοντα να φέρεται σαν άναυδη σουρικάτα που οσμίστηκε τον κίνδυνο στις απέραντες σαβάνες της Αφρικής. Ας ελπίσουμε όμως πως ένα τέτοιο σενάριο δεν υφίσταται.
Με το A Machine For Pigs η αλήθεια είναι πως ο τρόμος δεν έχει την φυσική λειτουργία που είχε στο πρώτο Amnesia. Στον πρώτο τίτλο, εκτός από δομικό στοιχείο του παιχνιδιού και αυτοσκοπός του gameplay, ήταν και κίνητρο για την εξέλιξη της υπόθεσης. Ένας τρόμος τόσο ψυχολογικός όσο και οργανικός. Ενισχυόταν δε από ολόκληρο το οικοδόμημα του gameplay και κυρίως μέσω της μπάρας insanity και του τρόπου που αυτή επηρέαζε τη σχέση του παίκτη με το σκοτάδι. Μία σχέση λεπτών ισορροπιών και σχεδόν άγχους. Αυτό στο A Machine For Pigs δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει και ο αντίστοιχος αγώνας για την αναζήτηση λαδιού για το φανάρι. Το φανάρι στο A Machine For Pigs είναι σαν ένας φακός με απεριόριστη μπαταρία. Γενικότερα πολλοί μηχανισμοί έχουν απλουστευθεί στο δεύτερο τμήμα της σειράς και η αλήθεια είναι πως αυτό στερεί αρκετά από τον τίτλο την επιρροή που ασκούσε το Dark Descent. Δεν σημαίνει όμως πως δεν κάνει άλλα πράγματα σωστά.
Πλέον, με την The Chinese Room να είναι στο πηδάλιο της ανάπτυξης και την Frictional να έχει περισσότερο δευτερεύοντα ρόλο, τα πράγματα όσον αφορά το σενάριο είναι πολύ καλύτερα. Η γραφή διαπνέεται από την διαυγή και υπέροχα περιγραφική εικονοπλασία του Pinchbeck (Dear Esther) αν και τα αφηγηματικά του μέσα παραμένουν ελαφρώς εξεζητημένα. Τα επίπεδα της αφήγησης είναι πολλαπλά και σπανίως ακολουθούν την πεπατημένη ή πιο ευρέως εύληπτα μονοπάτια. Αυτό φυσικά δεν είναι απαραιτήτως κακό σε άλλες περιπτώσεις, αλλά στο Amnesia η αλήθεια είναι πως το παρακάνει. Ο παίκτης πρέπει να αφιερώσει λίγη ώρα στον τίτλο πριν αρχίσει να ψηλαφίζει τις θεματικές και την ουσία του τίτλου.
Και μιλάμε για μία πλοκή που εκτυλίσσεται στις τελευταίες ώρες του 19ου αιώνα και συνδέεται αμυδρά, για όσους έχουν ασχοληθεί αρκετά, με τον πρώτο τίτλο. Στο Βικτωριανό Λονδίνο λοιπόν, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Οι steam-punk διαθέσεις συμπλέκονται με την ομίχλη της βρετανικής μητρόπολης και τον υπόκωφο αχό της μοναξιάς του παίκτη. Και η υπόθεση ενσωματώνει εκτός από το αλλοπρόσαλλο και το αποτρόπαιο, πράγματα δηλαδή που ήταν αναμενόμενα, το έντονα υπαρξιακό και το κοινωνικό. Όταν δε, όλα αυτά συμβαίνουν ώρες πριν κλείσει ο αιώνας της βιομηχανικής επανάστασης, οι αναφορές στην επιρροή της τεχνολογίας στον άνθρωπο και στην ηθική του, δίνουν και παίρνουν.
Και εκεί είναι που κερδίζει κατά τον γράφοντα το Amnesia: A Machine For Pigs. Οι αλληγορίες και οι συμβολισμοί του, θυμίζουν κάλλιστα εκείνες μεγάλων συγγραφέων τρόμου. Από το αλλόκοτο του Lovecraft μέχρι το μακάβριο του Barker και τούμπαλιν. Αυτό ίσως να απογοητεύσει εκείνους που λάτρεψαν το πρώτο Amnesia για τις στιγμές τρόμου που τους προσέφερε.
Χωρίς να υπάρχει θέληση παρεξήγησης, για τους αμύητους, το A Machine For Pigs είναι τρομοκρατικός τίτλος. Απλά δίνει περισσότερη σημασία στην υπόθεση από ότι δίνει στον τρόμο καθεαυτόν.
Σε αυτό φυσικά συμβάλλει τα μέγιστα και η αλματώδης εξέλιξη που έχει πραγματοποιηθεί στον τομέα του ήχου. Τόσο τα αγωνιώδη voice-overs, όσο και η μουσική επένδυση αλλά και τα ηχητικά εφέ, όλα είναι σωστά τοποθετημένα και σκηνοθετημένα έτσι ώστε να μην αφήνουν τον παίκτη να επαναπαυθεί ποτέ. Οι αργόσυρτοι, baroque βιολισμοί της εξαιρετικής -για άλλη μια φορά- Jessica Curry συναντούν τα απότομα γρατσουνίσματα των έγχορδων και τις κλαγγές των θηρίων της βιομηχανίας σε μία παρτιτούρα που δεν έχει ποτέ κρεσέντο. Βρίσκεται μονίμως σε εγρήγορση όπως και ο παίκτης.
Ίσως λοιπόν, το Amnesia: A Machine For Pigs να μην επιτυγχάνει τα επίπεδα τρόμου του πρώτου Amnesia. Το σίγουρο είναι πως δεν το επιδιώκει καν. Προτιμά να ασχοληθεί με την υπόθεση του παιχνιδιού και την βέλτιστη αναπαραγωγή της ατμόσφαιράς του. Και αυτή η ατμόσφαιρα θα σας κατακλύσει. Όπως ο ήρωας Mandus, δεν έχει κανέναν τρόπο να αμυνθεί ενάντια στους αποτρόπαιους εχθρούς του, έτσι και εσείς θα είστε λίγο-πολύ ανήμποροι να επιβληθείτε στο Amnesia. Η ουσία είναι τι θα επιβιώσει μετά το τέλος του παιχνιδιού. Όσοι είστε πρόθυμοι να μάθετε, προσέλθετε.