Μεταποκαλυπτική “χιονοστιβάδα”.
Το Mad Max ήταν η δεύτερη εμπειρία που κατάφερε να μας εκπλήξει στο booth της Warner Bros. Έχοντας μεγαλώσει με τον Road Warrior του Mel Gibson ο γράφων δεν θα μπορούσε να ενθουσιαστεί περισσότερο από την προοπτική ενός τέτοιου τίτλου από ένα studio όπως η Avalanche. Οι Σουηδοί έχουν εξάλλου δώσει δείγματα της γραφής τους και ήταν αξιολογότατα.
Η σειρά Just Cause για παράδειγμα αποτελεί μία από τις πιο διασκεδαστικές εμπειρίες στον χώρο του gaming. Over-the-top δράση, εξαιρετικά physics και sandbox μηχανισμοί ικανοί να κρατήσουν έναν παίκτη απασχολημένο με τις ώρες.
Στο Mad Max τα πράγματα αν και ελαφρώς πιο σοβαρά, είναι παρόμοια. Πρώτο πλάνο της παρουσίασης ήταν η αχανής έρημος που θα φιλοξενήσει τις περιπέτειες του. Επόμενο πλάνο, το “magnum opus” του που δεν είναι άλλο από το αμάξι του. Το αυτοκίνητο του πρωταγωνιστή αποτελεί σχεδόν προέκταση του ιδίου και ένα πολύ μεγάλο τμήμα του παιχνιδιού αφορά μονάχα το χτίσιμο και την αναβάθμιση -από το μηδέν- του αυτοκινήτου του. Είναι εξάλλου το μοναδικό μέσο του να κινηθεί σε αυτόν τον τεράστιο κόσμο και ο πιο ασφαλής τρόπος να αντιμετωπίσει τους κινδύνους της ερήμου. Πιστός συνοδοιπόρος του ήρωα θα είναι και ο μηχανικός του με το παρατσούκλι “Chum Bucket”. Ο Chum Bucket εκτός από συμβουλές όσον αφορά τις αναβαθμίσεις του οχήματος προσφέρει και υποστήριξη κατά τη διάρκεια της μάχης καθώς βρίσκεται μονίμως στην καρότσα του αυτοκινήτου.
Η υποστήριξη μεταφράζεται είτε σε κάποια δηκτικά σχόλια και παραινέσεις, είτε στη χρήση του γάντζου με τον οποίο μπορεί να “δέσει” αντίπαλα οχήματα και να τα ανατρέψει με αρκετά εντυπωσιακό τρόπο. Για την ώρα όμως ο ήρωας απλά περιπλανιόταν στην έρημο μέχρι που εντόπισε ένα εχθρικό φρούριο. Επόμενη κίνηση ήταν να βγει στην καρότσα του οχήματος όπου με μία κίνηση έβγαλε ένα πτυσσόμενο sniper rifle και εξουδετέρωσε τους φρουρούς που βρίσκονταν σε δύο υπερυψωμένους πυργίσκους. Τα πυρομαχικά όμως στο Mad Max είναι ελάχιστα και ο παίκτης οφείλει να είναι πιο δημιουργικός.
Ο Max προσέγγισε προσεκτικά τον τρίτο πυργίσκο με το όχημα και πρόσδεσε τη βάση του στην τροχαλία του “magnum opus”. Ένα μικρό τράβηγμα ήταν αρκετό για να κατεδαφίσει την αυτοσχέδια κατασκευή και να αφήσει το φρούριο των επιδρομέων στην διακριτική ευχέρεια του ήρωά μας. Στον τίτλο της Avalanche τα όπλα έχουν δευτερεύοντα ρόλο. Η μάχη κυρίως γίνεται σώμα με σώμα και η αλήθεια είναι πως λειτουργεί πολύ καλά. Το ίδιο και το stealth. Έτσι κατάφερε και ο Max να παρεισφρήσει στο φρούριο και να εξουδετερώσει τους εχθρούς του. Απλά και βίαια. Βέβαια ένας κατάφερε να τον αντιληφθεί. Τότε πήραμε και μία γεύση από το σύστημα μάχης του παιχνιδιού που θυμίζει αρκετά εκείνο της σειράς Arkham. Επιθέσεις, αντεπιθέσεις και στο ενδιάμεσο μερικά -εξαιρετικά- βίαια finishers.
Μετά από λίγα λεπτά δεν έμεινε κανείς ζωντανός στο άντρο των επιδρομέων. Ο Max εντόπισε σε ένα γκαράζ ένα νέο όχημα και το οδήγησε μέχρι τον καταυλισμό του για να το “ξαλαφρώσει” από μερικά ανταλλακτικά απαραίτητα για την αναβάθμιση του “opus”. Σε αυτό το σημείο πήραμε μία γεύση από το εκτενές customization στη διάθεση του παίκτη. Αλλαγές στο σασί, στα επιμέρους τμήματά του, “πειράγματα” στην μηχανή και τις επιδόσεις του αυτοκινήτου κλπ. Αυτήν τη φορά όμως επειδή η επόμενη αποστολή θα απαιτούσε κάτι πιο συγκεκριμένο και ελαφρώς πιο επιθετικό, ο προφυλακτήρας μετατράπηκε σε έναν -σχεδόν- πολιορκητικό κριό.
Ο στόχος: να μπορέσει ο Max να περάσει από το Dead Baron’s Pass ώστε να φτάσει στον επόμενο προορισμό του. Το πέρασμα ωστόσο, είναι καταφύγιο μιας πολύ επικίνδυνης συμμορίας που δεν αφήνει έτσι, ελαφρά τη καρδία, τους περαστικούς. Λίγα μόλις χιλιόμετρα από το επίμαχο φαράγγι οι περίπολοι της συμμορίας ξεκίνησαν μία από τις πιο εντυπωσιακές μάχες εν κινήσει που έχουμε δει. Οχήματα να διαλύονται στα δύο με κάθε εμβόλιση του Max και άλλα να ανατρέπονται εντυπωσιακά σε υψηλές ταχύτητες χάρη στην αρπάγη. Να τονιστεί εδώ το γεγονός πως το harpoon gun μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εναντίον σας. Το παιχνίδι βασίζεται στη φυσική που σημαίνει πως αν ο παίκτης προσπαθήσει να το χρησιμοποιήσει σε λάθος στιγμή ή εναντίον οχήματος με μεγαλύτερη μάζα, τότε το magnum opus ίσως να τα βρει σκούρα. Ακόμα και έτσι όμως, οι εχθροί δεν περιορίζονταν στα οχήματά τους, πλευροκοπούσαν το αμάξι από κάθε πλευρά και προσπαθούσαν να επιβιβαστούν. Ο Max όταν έχει πυρομαχικά όμως, έχει και την ευχέρεια της αυτόματης στόχευσης, είτε στα λάστιχα των αντιπάλων, είτε στους λαθρεπιβάτες που γραπώνονται από το όχημα του. Και ειδικά σε αυτούς η κοντόκαννη και εμβληματική καραμπίνα είναι ασυγχώρητη.
Κάπως έτσι λοιπόν και έχοντας εξουδετερώσει την επιτροπή “καλωσορίσματος”, μπήκε στο Dead Baron’s Pass. Τα απομεινάρια ενός θηριώδους ναυπηγείου που κατέληξε να είναι από το χρόνο και τη φθορά ένα σκουριασμένο φαράγγι γεμάτο πτώματα, είτε μηχανικά είτε οργανικά. Εκεί ο Max χρησιμοποίησε το βίντσι του οχήματος για να ανοίξει την πόρτα προς την επόμενη περιοχή, όπου και τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη καθώς η συμμορία είχε άλλον έναν άσσο στο χέρι της. Και εκεί ήταν και το τέλος του demo που είδαμε.
Η Avalanche σίγουρα κατάφερε να μας πείσει όσον αφορά τον παράγοντα της διασκέδασης και της τεχνικής αρτιότητας του τίτλου. Για τα υπόλοιπα μένει να κάνουμε λίγη υπομονή ακόμα. Ο Road Warrior πάντως, ακόμα και χωρίς τα μονόχνωτα γρυλίσματα του Mel Gibson, φαίνεται πως επιστρέφει δριμύτερος.