Το τείχος του Βερολίνου. Σε νέες, next-gen περιπέτειες.
Όπως και να το δει κανείς, κυρίως όσον αφορά τις κεντρικές κυκλοφορίες, το Killzone είναι ένα ταλαιπωρημένο franchise. Έχει, κατά κανόνα, καλές τεχνικές βάσεις, ακόμη καλύτερες προθέσεις και, κατά διαστήματα ενδιαφέρουσες ιδέες. Το ότι η Guerrilla Games, ύστερα από δέκα σχεδόν χρόνια, ψάχνει ακόμη τη σωστή οδό για το δημιούργημά της, είναι δείγμα της αδυναμίας της αλλά και της εμπιστοσύνης που σταθερά απολαμβάνει από τη μεριά της Sony.
Η νέα γενιά hardware αποτελεί μια νέα ευκαιρία για την ομάδα και, για άλλη μια φορά, οι καλές προθέσεις είναι έκδηλες. Αφού όμως οι παίκτες ξεπεράσουν την εντύπωση που αφήνει η μηχανή γραφικών στο ολοκαίνουριο PlayStation 4. Η ανάλυση 1080p στα 30 καρέ (60 στο multiplayer) είναι η κορυφή του παγόβουνου. Το Killzone Shadow Fall, δεν κολλάει, δεν κομπιάζει, εντυπωσιάζει με κλίμακα και λεπτομέρειες και είναι σίγουρα το εντυπωσιακότερο παράδειγμα, σε τεχνικό επίπεδο, από κάθε άλλο τίτλο που διατίθεται αυτήν την περίοδο για PlayStation 4.
Η νεόφερτη ποικιλία στα επίπεδα βοηθά την Guerrilla να υπογραμμίσει την απόδοση του νέου hardware. Στο τέλος του Killzone 3, ο πλανήτης Helghan, ουσιαστικά, καταστρέφεται. Τριάντα χρόνια μετά, είναι τέτοια η φρίκη και οι ενοχές των Vektan για την καταστροφή αυτή που…αποφασίζουν να παραχωρήσουν το μισό τους πλανήτη στους επιζώντες Helghast. Ο ρεαλισμός του σεναρίου είναι μάλλον απών αλλά είναι αλήθεια πως αποτελεί μια καλή δικαιολογία για το νέο, ψυχροπολεμικό τόνο που επικρατεί στον τίτλο, πόσο μάλλον για τις πιο εντυπωσιακές, πολύπλοκες και όμορφες τοποθεσίες που αντικρίζει ο παίκτης. Είναι επίσης πάτημα για τη νέα αφηγηματική γραμμή που θέλει να ακολουθήσει η Guerrilla. Ενώ έχει την κατάλληλη τεχνολογία στα χέρια της όμως, η εκφραστική της απειρία είναι έκδηλη. Με συνθήκες που παραπέμπουν στο διχασμένο Βερολίνο αλλά και στο μεσανατολικό, η όλη αντιμετώπιση είναι, τουλάχιστον, εφηβική. Οι ευρωπαϊκές ρίζες πάντως έχουν μια πολύ ξεκάθαρη και θετική παρενέργεια, μιας και το ζητούμενο δεν είναι να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι η μία πλευρά είναι η καλή και η άλλη είναι η κακή, αλλά πως στον πόλεμο η ανθρωπότητα, σε κάθε μεριά, πιάνει πάτο. Η θεματική είναι τόσο ενδιαφέρουσα, όσο και ανεκμετάλλευτη. Φαινόμενο που παραμένει χαρακτηριστικά σταθερό και απογοητευτικό για την ομάδα και τη σειρά.
Τουλάχιστον σημειώθηκαν σημαντικές βελτιώσεις σε βασικούς μηχανισμούς. Η κίνηση, η στόχευση και ο ρυθμός έχουν βελτιωθεί, χάρις και στο DualShock 4. Δεν είναι τυχαίο ότι η Guerrilla αποφάσισε να μην συμπεριλάβει την υποβοήθηση στόχευσης, κάτι που συχνά θεωρείται δεδομένο και στη σειρά αλλά και σε άλλες εκπροσώπους του είδους σε κονσόλες. Αυτή τη φορά κάποια επίπεδα είναι πολύ πιο ανοιχτά και αφήνουν ελευθερία για πολλαπλές προσεγγίσεις αλλά και για χρήση του OWL. Πρόκειται για drone που, ομολογουμένως, χωρίς την πιο ανοιχτή δομή των επιπέδων, δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Με απλά swipe στο trackpad του DualShock 4 ο παίκτης επιλέγει ένα από τα τέσσερα modes. Μπορεί να καλέσει το OWL για να επιτεθεί σε εχθρούς, να δημιουργήσει ασπίδα a la bubble shield του Halo, να κάνει hack σε συναγερμούς για να μην έρθουν ενισχύσεις του εχθρού αλλά και να αναισθητοποιήσει εχθρούς με ασπίδες ή χωρίς. Τέλος λειτουργεί, περίπου, ως grappling hook για εύκολη μεταφορά σε διάφορα επίπεδα και αποστάσεις. Η χρησιμότητα του OWL είναι πιο έκδηλη στο πρώτο μέρος του campaign και πιο υποτονική αργότερα.
Γιατί; Διότι η Guerrilla, σε κάποιο σημείο, μάλλον συνειδητοποίησε πως έπρεπε να βιαστεί. Τα επίπεδα γίνονται πιο κλειστά και οι ενδιαφέρουσες ιδέες στερεύουν. Φαίνεται άλλωστε τόσο από τα απανωτά κύματα εχθρών όσο και από το αιωνίως, όπως είναι χαρακτηριστικό της σειράς, προβληματικό AI. Πότε δεν χαρίζεται και πότε πραγματικά δεν ξέρει τι του γίνεται. Αν μη τι άλλο η τεχνητή νοημοσύνη δείχνει…να μην καταλαβαίνει από νέο hardware.
Συνολικά το campaign είναι πιο φιλόδοξο, παρότι αναποτελεσματικό, και σίγουρα μεγαλύτερο σε διάρκεια από τους ογκόλιθους του είδους (Battlefield και Call Of Duty). Θέλει απεγνωσμένα να πει μια ιστορία αλλά με το περιορισμένο λεξιλόγιο της Guerrilla.
Εκεί που δικαιούται να ξεχωρίσει το Killzone Shadow Fall, είναι στο multiplayer. Για αρχή διατηρεί τα Warzone, που αποτελεί και χαρακτηριστικό της σειράς εδώ και χρόνια. Τα game modes εναλλάσσονται τυχαία με τις ομάδες να μένουν σταθερές, με αποτέλεσμα να ξεχωρίζει η ομάδα που μπορεί όντως να συνεργαστεί και να συντονιστεί από εκείνη που είδε φως και μπήκε. Όλος ο εξοπλισμός είναι διαθέσιμος από την αρχή στα τρία (από τα πέντε του Killzone 3) classes, με τον παίκτη να έχει την ελευθερία θα διαφοροποιηθεί ελεύθερα με επιλογές σε τακτική και εξοπλισμό. Ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία έχει ο παίκτης στη δημιουργία του δικού του Warzone, με άπειρους συνδυασμούς παραμέτρων και περιορισμών που άνετα μπορούν να φτάσουν σε ευχάριστα επίπεδα παραλογισμού. Όπως η μία ομάδα να έχει το ισχυρότερο όπλο που μπορείτε να φανταστείτε και η άλλη το πιο ήπιο. Για την εμπειρία.
Ευχάριστη είναι, πλέον, η εξάλειψη leveling, grinding με χρήση XP που συνήθως υφίσταται ως παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι για εκείνους που ακόμη δεν έχουν καταλάβει ότι παίζουν. Η Guerrilla δεν δέχεται ότι τα συστήματα αυτά πρέπει να υπάρχουν οπωσδήποτε στο είδος αλλά γνωρίζει πως κάπως πρέπει να διαχωρίζεται ο έμπειρος από το νεόφυτο. Τι πιο φυσικό λοιπόν από 1500 διαθέσιμα challenges που δοκιμάζουν τον παίκτη ακόμη και σε κάθε όπλο ξεχωριστά. Το πλήρες “ταλέντο”, αργά ή γρήγορα, ξεχωρίζει.
Εφόσον δε η Guerrilla κρατήσει την υπόσχεσή της για δωρεάν νέους χάρτες τους μήνες που ακολουθούν, πόσο μάλλον για νέες προκλήσεις, το PlayStation 4 μπορεί και να έχει ένα τουλάχιστον online community ουσίας.
Λίγος χώρος επιβάλλεται να αφιερωθεί στον ηχητικό τομέα, το σταθερό μεράκι της ομάδας, αφού είναι, και πάλι, εξαιρετικός, αφήνοντας στην άκρη βέβαια το voice acting που είναι και κάπως διαφορετικό άθλημα. Το Killzone Shadow Fall είναι μια καλή δικαιολογία για “δοκιμή” ηχοσυστήματος αξιώσεων (μην περιμένετε να βγάλετε άκρη με “πακετάκι” home cinema).
Εντούτοις είναι ανθρωπίνως αδύνατο να αναφερθεί κανείς στο νέο Killzone και να αποφύγει αναφορά στην αίσθηση απογοήτευσης που, παραδοσιακά πλέον, συνοδεύει τις μεγάλες κυκλοφορίες στη σειρά. Όχι επειδή το τελικό αποτέλεσμα είναι τόσο πια αδιάφορο (το Shadow Fall άλλωστε είναι μάλλον η πιο ενδιαφέρουσα προσθήκη στο franchise) όσο επειδή τα λάθη που γίνονται είναι, για άλλη μια φορά, τα ίδια. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι φταίει πια και η ολλανδική ομάδα δεν μπορεί να ξεπεράσει τη φαινομενική αγκύλωση, αλλά δεν γίνεται να περιμένουμε άλλη μια δεκαετία για να μάθουμε.