Το παιχνίδι, της ταινίας, για τα games των γνωστών τούβλων
Ο τίτλος και μόνο μπορεί να είναι αρκετός για να σας βάλει σε σκέψεις. Με τέτοιο μπέρδεμα και την περίεργη πορεία που έχει ακολουθήσει η όλη προώθηση των διασήμων σουηδικών παιχνιδιών που απευθύνονται σε μικρούς και μεγάλους, δεν είναι περίεργο. Πόσο μάλλον όταν σκεφτεί κανείς ότι ο εν λόγω τίτλος υφίσταται για να συνοδεύσει την κινηματογραφική εξόρμηση του The LEGO Movie.
Στην προκειμένη το αποτέλεσμα είναι, γενικά, ευτυχές. Άλλωστε, σε αντίθεση με κάθε άλλη παραγωγή που συμπληρώνει κάποια ταινία, εδώ δεν χρειάστηκε να ξεκινήσει κανείς από το μηδέν. Εδώ και μια δεκαετία η Traveller’s Tales Games δεν έχει σταματήσει να ετοιμάζει τίτλους LEGO. Με τη συνταγή έτοιμη λίγα μπορούν να πάνε στραβά λοιπόν, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση. Φυσικά αυτό σημαίνει πως λίγα είναι και εκείνα που μπορούν να εκπλήξουν.
Το The LEGO Movie Videogame έχει βέβαια κάποια σημάδια που συνοδεύουν το σινάφι των movie tie-ins. Είναι πιο σύντομο από άλλους τίτλους LEGO, δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο franchise ως βάση για το χιούμορ του αλλά χρησιμοποιεί το επιτυχημένο συνονθύλευμα που δημιουργεί η ταινία αντλώντας από λογής-λογής franchises όπως Batman, Superman, Lord Of The Rings, ενώ στο παιχνίδι προστίθενται ακόμη περισσότεροι χαρακτήρες. Παρά ταύτα, χωρίς να μετατρέπεται στο απόλυτο spoiler, το The LEGO Movie Videogame χρησιμοποιεί σκηνές κατευθείαν από την ταινία (δυστυχώς με υπερβολική συμπίεση στο video) ενώ μετατρέπει άλλες σε μεγαλύτερα τμήματα με gameplay. Το hub είναι μικρότερο, οι περιοχές λιγότερες και η διάρκεια, στο πρώτο “πέρασμα” τουλάχιστον δύσκολα ξεπερνά τις 5 ώρες. Τα 70 χρυσά τουβλάκια και τα πολύ περισσότερα κόκκινα, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα για χρήση πολλών περισσότερων χαρακτήρων στο free play mode κάνουν την πλήρη εξερεύνηση και ολοκλήρωση να διαρκεί πολλαπλάσιες ώρες. Όπως συμβαίνει άλλωστε σε τίτλους LEGO.
Διαφέρει τελικά σε τίποτα; Σε σημεία. Αυτή τη φορά οι παίκτες ψάχνουν και για…παντελόνια, τα οποία, βάσει της ταινίας, έχουν συγκεκριμένη λογική και λόγο ύπαρξης που μάλλον είναι καλύτερο να τον μάθετε μόνοι σας (εξηγείται καλύτερα στην ταινία πάντως). Η εύρεση χρυσών σχεδίων είναι άλλη μια μικρή απόκλιση που οδηγεί στη δημιουργία υπερκατασκευών. Όλα γίνονται, σε μεγάλο βαθμό, αυτόματα, αλλά ο παίκτης, ως Emmett, πρέπει να εντοπίσει πιο κομμάτι λείπει για να ολοκληρωθεί η κατασκευή και να το επιλέξει με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορεί από τις επιλογές που εμφανίζονται. Όσο πιο γρήγορα το κάνει τόσα περισσότερα studs κερδίζει κ.λπ.
Αισθητικά όλα κινούνται με γνωστά επίπεδα με τη διαφορά πως όλα τα αντικείμενα πλέον είναι σχεδιασμένα ώστε να φαίνεται ότι φτιάχτηκαν από τα σουηδικά τουβλάκια. Μην το πάρετε και πολύ κυριολεκτικά αυτό βέβαια διότι δεν σημαίνει ότι μπορεί να διαλυθεί το οτιδήποτε. Επιπλέον, βάζοντας στην άκρη τις εκδόσεις για PS Vita και 3DS που αποτελούν διαφορετικές προσπάθειες, όλες οι υπόλοιπες εκδόσεις λίγο μόνο διαφέρουν, κυρίως σε θέματα καθαρότητας της εικόνας. Μην περιμένετε φοβερές διαφορές ή εξειδικευμένους γρίφους και μηχανισμούς.
Σημασία έχει βέβαια, όπως θα αναγνωρίσει οποιοσδήποτε οικογενειάρχης έχει τιμήσει στο παρελθόν τίτλους LEGO, πως επιστρέφει το co-op. Το αυτομάτως δυναμικό δίδυμο γονέως και παιδιού δίνει πάντα άλλον αέρα και αξία στους τίτλους της Traveller’s Tales παρότι ακόμη αναζητείται ιδανική λύση για την κάμερα σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτή τη φορά παραμένει μεν το split screen αλλά ο διαχωρισμός οθόνης δεν μένει στην ίδια αναλογία. Αντιθέτως προσαρμόζεται, ανάλογα με την περίσταση, και, για μια ακόμη φορά, δεν είναι η ιδανική για κάθε περίπτωση. Βέβαια λίγο εκπλήσσεται κανείς έχοντας περάσει από παρόμοιους τίτλους. Περισσότερο εκπλήσσεται όμως, παρότι κι σε αυτό υπάρχει προηγούμενο, με την έλλειψη online co-op. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι πια;
Η ουσία βέβαια δεν αλλάζει. Πριν καν έρθει στα χέρια μας το The LEGO Movie Videogame, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το ποιόν του. Βάζοντας το μέγεθος στην άκρη, ο τίτλος έχει δεδομένη ποιότητα αλλά και ελαττώματα. Ως συμπλήρωμα της ταινίας πάντως είναι καλή προσπάθεια, δείχνει όμως ότι η πιο “συμπυκνωμένη” προσέγγιση της μεγάλης οθόνης μάλλον είναι ακόμη πιο διασκεδαστική.