Λιγότερη διάδραση, περισσότερο συναίσθημα.
Αυτή τη φορά θα αφήσουμε γρήγορα την προφανή προειδοποίηση για ελαφρά spoilers (δεν αποφεύγονται πλέον) και θα περάσουμε σε ένα πρωτοφανές συμπέρασμα για παραγωγή της Telltale Games: το τρίτο επεισόδιο του The Walking Dead: Season Two μπορεί να κινείται σε γνώριμα επίπεδα ως προς την ποιότητα απεικόνισης αλλά έχει τα λιγότερα bugs από καθετί άλλο έχουμε δει μέχρι σήμερα από την εταιρεία. Δεν είναι το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να συμβεί και αυτό.
Το νέο μέρος της περιπέτειας δεν διαρκεί πάνω από μιάμιση ώρα περίπου, αν και κάτι τέτοια μάλλον έχετε μάθει να τα περιμένετε έως τώρα. Ο Carver, η ιδέα του οποίου σκίαζε το περασμένο επεισόδιο, κάνει την εμφάνισή του και δίνει ευκαιρία στον Michael Madsen να συνδυάσει τρέλα και φόβο θεού σε ένα χαρακτήρα που επιχειρεί να δώσει κατεύθυνση στο συναισθηματικό ταξίδι της δεύτερης σεζόν. Αυτή τη φορά η Clementine και οι χαρακτήρες που συνεχίζουν μαζί της βρίσκονται αιχμάλωτοι στη βάση του Carver. Όσο η απειλή μιας μεγάλης ομάδας από Walkers πλησιάζει, η αιχμαλωσία, η καταναγκαστική εργασία και ο παραδειγματισμός δεν καλύπτονται με αβρότητες όπως παροχή φαγητού και στέγης. Η ανελευθερία της περίστασης μπορεί να ταιριάζει με την ανελευθερία του design (ποτέ άλλωστε δεν πηγαίνετε όπου θέλετε εσείς αλλά όπου θέλει η Telltale), ωστόσο η ατμόσφαιρα δίνει βαρύτητα και αγωνία, ενώ θέτει διλήμματα που ακόμη και τώρα λειτουργούν στο πλαίσιο της πλοκής. Τα ερωτηματικά σχετικά με το ρόλο και τη συμπεριφορά της Clementine μεγαλώνουν πάντως, αφού όλοι εξακολουθούν να περιμένουν να βγει το φίδι από την τρύπα από το 11χρονο κορίτσι. Όσο απότομα και αν μεγάλωσε η Clementine ένεκα zombie apocalypse και της δυνατότητας των ανθρώπων να αποδεικνύονται ο μεγαλύτερος κίνδυνος προς εαυτόν, είναι απορίας άξιο πώς όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες, οι πιο ώριμοι και πεπειραμένοι, μεταφέρουν χωρίς δεύτερη σκέψη, και σταθερά, την ευθύνη για τρομακτικά πράγματα.
Το τελικό αποτέλεσμα επιβιώνει πάντως γιατί ο ακόμη λιγότερος χώρος που μένει αυτή τη φορά σε μηχανισμούς, καταλαμβάνεται για την ανάπτυξη χαρακτήρων, παλαιών και νέων, καθώς και για τη συντήρηση ατμόσφαιρας. Η τελευταία εξακολουθεί να τροφοδοτείται με ψευδαισθήσεις επιλογών που προβάλλονται, χάρη στη γραφή, τόσο αριστοτεχνικά που λίγο ρόλο παίζει ότι δεν οδηγούν στις τεκτονικές αλλαγές που πάντα υπονοούν. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν άλλωστε.
Το τρίτο επεισόδιο του The Walking Dead: Season Two συνεχίζει να μοιάζει με motion και πότε interactive comic με την ποιότητα γραφής να είναι συχνά το καλύτερο αντεπιχείρημα σε ιδιοσυγκρασία που είναι πλέον δεδομένη. Τα πράγματα παίρνουν πλέον το δρόμο τους για τα επόμενα δύο επεισόδια που απομένουν αλλά, από τώρα κιόλας, θα περιμέναμε κάτι παραπάνω από τον Carver. Ίσως την επόμενη φορά.