Inglourious Riddick.
Για ορισμένους οι ακόλουθες δηλώσεις θα είναι αρκετές. Πρώτον, το Wolfenstein: The New Order αναπτύχθηκε από την MachineGames, η οποία, με τη σειρά της, αποτελείται από βασικά μέλη της Starbreeze Studios, η οποία μας έδωσε τα Chronicles Of Riddick: Escape From Butcher Bay και The Darkness. Δεύτερον, το νέο Wolfenstein δεν έχει ίχνος multiplayer. Αυτονόητο είναι λοιπόν πως όλη η προσοχή έμεινε στο campaign, πράγμα ιδιαίτερα σπάνιο πλέον για shooters.
Οι υπόλοιποι θα χρειαστούν περισσότερες πληροφορίες. Το Wolfenstein: The New Order επαναφέρει, φυσικά, τον πρωταγωνιστή-νεάντερταλ B.J. Blaszowicz, που για ευκολία πλέον αποκαλείται συχνά Blaszko, πρώτα εν έτει 1946, σε μια τελευταία μα αποτυχημένη προσπάθεια να κατατροπωθούν οι Ναζί, και ύστερα το 1960. Τότε επανέρχεται από τραύματα που τον είχα αφήσει “φυτό”. Εννοείται ότι επανέρχεται πλήρως και απότομα, γιατί τέτοιος είναι. Εννοείται πως του κακοφαίνεται ότι οι Ναζί κατέλαβαν τον κόσμο, πόσο μάλλον ότι ο κόσμος έχει αλλάξει ύστερα από 14 χρόνια. Η πρόοδος (έστω και η διεστραμμένη) δεν είναι η αγαπημένη του ιδέα. Εκτός αν εκρήγνυται. Τρελά όπλα (σε σχεδιασμό κυρίως), δυνατότητα για dual wielding των περισσοτέρων και φαντασμαγορικοί σκοτωμοί συμβολίζουν τις βάσεις του Wolfenstein. Το σενάριο είναι ένα περίεργο μείγμα φιλόδοξης αντιγραφής Tarantino και ορισμένων πιο μυστήριων ιδεών από αυτές που συνηθίζεται να απασχολούν το franchise. Αλλά δεν είναι το μόνο μέρος όπου φαίνεται η επιρροή της MachineGames.
Από την αρχή κιόλας, ο παίκτης καλείται να κάνει μια επιλογή που επηρεάζει μερικώς την εξέλιξη. Στη μία περίπτωση θα αποκτήσει τη δυνατότητα να παραβιάζει κλειδαριές ώστε να ακολουθεί εναλλακτικές διαδρομές σε κάποιες επίπεδα, ενώ στην άλλη μαθαίνει να παραβιάζει χρηματοκιβώτια ώστε να αποκτά περισσότερα power ups. Τα τελευταία παραμένουν παλαιάς σχολής, όντας τα κλασικά health και armour packs. Η ενέργεια του πρωταγωνιστή δείχνει τη σύγκρουση παραδόσεων και νοοτροπίας. Αναπληρώνεται αυτόματα αλλά μόνο προς την αμέσως επόμενη εικοσάδα πόντων. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνουν τα packs.
Η εισβολή του παρόντος, ή έστω του παρελθόντος της ομάδας ανάπτυξης, γίνεται, αργά ή γρήγορα, ακόμη πιο προφανής. Η φυσική ροή του gameplay, αλλά και μερικές πιο συνειδητές επιλογές φέρνουν perks όπως μεγαλύτερες γεμιστήρες, υψηλότερο damage κ.λπ., ενώ οι αναβαθμίσεις σε όπλα φέρνουν μεγάλες αλλαγές αφού προσθέτουν secondary fire, σιγαστήρες κ.α. με ουσιαστικές επιπτώσεις σε απλά θέματα τακτικής. Είναι θέμα χρόνου να συναντήσετε και laser cutter που, κατά βάση, προσφέρει τη δυνατότητα διάλυσης εμποδίων, πριν έρθει η ώρα του να κάνει κομμάτια κι άλλους Ναζί. Το stealth όμως είναι το στοιχείο που “φωνάζει” Riddick. Ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα (δεν ξέρει από τέτοια υποτίθεται ο B.J.) αλλά προσφέρει αλλαγή ρυθμού που παραμένει ευχάριστη παρά το AI της συμφοράς.
Σε σημεία εμφανίζονται Commanders. Αν δεν βγουν πρώτοι από τη μέση και αντιληφθούν τον παίκτη, τότε μεταφέρονται σε (λίγο) πιο ασφαλές σημείο και καλούν απανωτά κύματα ενισχύσεων. Μπορεί λοιπόν οι περαστικοί φύλακες να μην δίνουν δεκάρα για τα πτώματα που μένουν πίσω μετά από τα stealth kills, αλλά η όλη διαδικασία εξακολουθεί να έχει αντίκτυπο. Εξάλλου η Β’ διαλογής γελοιότητα βρίσκεται παντού, οπότε γιατί όχι και στην τεχνητή νοημοσύνη;
Δεδομένου ότι το campaign είναι η μόνη έκφραση του νέου Wolfenstein, το ότι διαρκεί περί τις 15 ώρες, εναλλάσσοντας μεταξύ διασκέδασης, εσκεμμένης και μη βλακείας, με τζούρες από θέματα ουσίας, πάντα με κλασικό, ανεγκέφαλο, ευχάριστο shooting, δείχνει αμφισβήτηση για τη νέα τάξη πραγμάτων στα shooters. Ακριβώς όπως θα ήθελε και ο Blaszcowicz. Άλλωστε είστε σε μια πραγματικότητα όπου δεν παίζει ουσιαστικό ρόλο το ότι ένα όπλο “κλοτσάει” και η ευστοχία δεν επηρεάζεται στο dual wielding. Γιατί ο B.J. μπορεί.
Απορούμε πώς αντέχει μάλιστα το περιστασιακά πιο ανοιχτό level design, από τη στιγμή που έχει ξεκάθαρα εκπαιδευθεί για τους διαδρόμους του παρελθόντος. Αλλά έτσι είναι αυτά στην εναλλακτική δεκαετία του 1960. Ειδικά δε όταν οι Beatles τραγουδούν πλέον στα γερμανικά, οι Γερμανοί πήγαν στη Σελήνη και ο B.J. τους ακολούθησε για χαλάστρα.
Τρέλα και πάλι τρέλα. Ώρες ώρες είναι προτιμότερη από την πλαστή σοβαρότητα ενός Battlefield ή Call Of Duty. Για να μην πούμε τις περισσότερες.